Το τσιγάρο σου

Σήμερα που λιμνάζεις, παραμυθιάζεσαι,

ξόβεργες ξαναστήνεις, δεν αφουγκράζεσαι.

Μάϊνες μη διαβάζεις και ηδονίζεσαι,

φάμπρικες μην ανοίγεις και υποκλίνεσαι.

 

 

 

Το τσιγάρο σου κλαίει, φλέγεται,

δρόμους ανοίγει στον αέρα,

πήγε στράφι ετούτ’ η μέρα.

 

 

 

Τέλειωσες το ταξίδι, εκστασιάζεσαι,

μίκρυνες την ψυχή σου, αυτοκουράρεσαι.

Χάθηκαν οι Άνοιξες, τα Καλοκαίρια σου,

σκόρπισαν τα όνειρα και τα λημέρια σου.

 

 

 

Το τσιγάρο σου τρέμει, μαρμάρωσε,

δρόμοι κλείσαν και σήμαντρα,

ένα μηδέν και για σήμερα.

Είναι μεγάλο λάθος

Σε δρόμους περπατούσα,

σ’ ανηφοριές,

σε δύσβατα στενά,

σε ξένες γειτονιές.

Για σένα ξενυχτούσα,

σε ξένες αγκαλιές.

 

 

 

Είναι μεγάλο λάθος,

να μη μετράς το πάθος,

να μη μετράς τα λάθη

και του κορμιού τα πάθη.

Σε πλοκάμια ψυχής

Μη δικάσεις τα χρόνια

για να βρεις τη χαρά,

φτερουγάν χελιδόνια,

μα κοιμάσαι βαριά.

 

 

 

Κι αν απόψε ξυπνήσεις

στης καρδιάς τα σκαλιά,

τις πληγές μου ν’ αφήσεις,

να σου χτίσουν φωλιά.

 

 

 

Να ξυπνήσεις πριν μπλέξουν

σε πλοκάμια ψυχής,

τα όνειρά σου και πλέξουν,

τη θηλιά να πνιγείς.

Μάνα τραγουδά το γυιό της

Τον κανακάρη μου, τον πήρε η βροχούλα,

που γύρευε λεβέντες παραγυιούς.

Το παλικάρι μου, κοιμάται σ’ άλλους τόπους,

μου γνέφει και μου ζωγραφίζει ουρανούς.

 

 

Σύννεφα, καημοί μου, χελιδόνια,

ο γυιός μου τα λουλούδια αγαπά,

στρώστε με ροδοπέταλα παλάτι,

σαν της μανούλας νάν’ η αγκαλιά.

 

 

Το φυλλοκάρδι μου, το πήρε η αυγούλα,

που γύρευε αγάπες με αητούς.

Το παλικάρι μου, μην το ξυπνάτε ήλιοι,

μην κλάψει και μου πάρει όλους τους λυγμούς.

 

 

Σύννεφα, καημοί μου, χελιδόνια,

ο γυιόκας μ’ αγαπούσε τα πουλιά,

στρώστε με πούπουλα παλάτι,

σαν της μανούλας νάναι η φωλιά.

Μάνα τραγουδά τη θυγατέρα της

Ύφαινες κόρη μ’ όνειρα

κι Άνοιξες καρτερούσες,

τις μαργαρίτες μάδαγες

γι’ αυτόν που αγαπούσες.

 

 

Σε πήρ’ ο Βοριάς το σούρουπο

για μακρινό ταξίδι,

χωρίς του ήλιου τα φιλιά,

του δειλινού στολίδι.

 

 

Έπιανες κόρη μ’ σύννεφα

και θάλασσες περνούσες,

ρωτούσες όλα τα πουλιά

γι’ αυτόν που καρτερούσες.

 

 

Σε πήρ’ ο Βοριάς το σούρουπο

για μακρινό ταξίδι,

χωρίς της Άνοιξης φιλιά,

μονάκριβο στολίδι.

Σε πήραν λουλουδάκι

Μ’ ένα παράπονο κρυφό

κι ένα περιστεράκι

τ’ Απρίλη τ’ αεράκι

σου γράφει σ’ αγαπώ.

Μεσ’ στ’ ουρανού τα χρώματα,

στου έρωτα καμώματα.

 

Μ’ ένα χαμόγελο κρυφό

κι ένα τριανταφυλλάκι

τ’ ονείρου τ’ αηδονάκι

σου ψάλλει σ’ αγαπώ.

Πάνω στης γης τα χρώματα,

στου έρωτα τ’ αρώματα.

 

Σ’ ένα Φθινόπωρο μουντό

και μ’ ένα βοριαδάκι

σε πήραν λουλουδάκι

νεράιδες με λυγμό.

Μέσα στης γης τα χώματα,

στου χάρου τα καμώματα.

Ερωτικά

Το φωτοστέφανο της αγρύπνιας σου,

αρωματίζει ορίζοντες

καλλιμάρμαρων και καλλίγραμμων

φαντασιώσεων …

 

 

 

Η προσμονή κι επιμονή σου,

δαμάζει

ατίθασα άλογα Μογγόλων,

στις στέπες των αναστεναγμών σου …

 

 

 

Ο Βουκεφάλας της φυλής και της ψυχής σου,

εξαγριώνεται

με σκέψεις και πράξεις

σκοτεινών εναγκαλισμών …

Πασχαλιά μου

Ευτυχισμένη Κυριακή

έμοιαζες Πασχαλιά μου,

παντού σκορπούσες ομορφιές,

ξυπνούσες τα όνειρά μου.

 

 

Πασχαλιά μου, Πασχαλιά μου,

σ’ είχα κλείσει στην καρδιά μου.

Ήλιος μες στην κάμαρά μου,

Πασχαλιά μου, Πασχαλιά μου.

 

 

Δυστυχισμένη γίνεται η ψυχή

χάθηκες Πασχαλιά μου,

πού είναι τόσες ομορφιές,

πεθάναν τα όνειρά μου.

 

 

Πασχαλιά μου, Πασχαλιά μου,

δεν θ’ αντέξει η καρδιά μου,

μόνη σου, χλωμή, μακριά μου,

Πασχαλιά μου, Πασχαλιά μου.

Τα σύννεφα ζωγράφισαν

Τα σύννεφα ζωγράφισαν,

ματάκια διαμαντένια,

καρδιά μαλαματένια

και στην αυλή μου τ’ άφησαν.

 

 

Σύννεφά μου που γυρνάτε τον πλανήτη,

των ονείρων μου η νεράϊδα έχει σπίτι (;)

Μήπως μένει σε πελάγη, σ’ άγριους ωκεανούς,

μήπως κατοικεί στ’ αστέρια,

στους δικούς σας ουρανούς;

 

 

Τα σύννεφα ζωγράφισαν,

μαλλάκια κοραλένια,

χείλη μενεξεδένια,

στην κάμαρή μου τ’ άφησαν.

 

 

Μήπως μένει σε πελάγη, σ’ άγριους ωκεανούς,

μήπως κατοικεί στ’ αστέρια,

στους δικούς σας ουρανούς;

Σύννεφά μου που γυρνάτε τον πλανήτη,

των ονείρων μου η νεράϊδα έχει σπίτι (;)

Είν’ η ζωή μου άδεια

Σύννεφα ταξιδιάρικα

ψηλά που σεργιανάτε,

κάθε φορά που σας ρωτώ,

μη μου βαρυγκομάτε.

 

 

Ψάχνω σε δάση, σε βουνά,

ποτάμια, σε λαγκάδια,

δεν την γνωρίζουν πουθενά

κι είν’ η ζωή μου άδεια.

 

 

Σύννεφα ζωγραφίστε μου

τα μάτια τα μαλλιά της,

γράψτε μ’ αν άλλον αγαπά,

κι αν ζει η ομορφιά της.

 

Ψάχνω σε δάση, σε βουνά,

ποτάμια, σε λαγκάδια,

δεν την γνωρίζουν πουθενά

κι είν’ η ζωή μου άδεια.