Μάγισσες, κάβοι, ωκεανοί

Στα βότσαλα κοιμήθηκα

και στη ζεστή την άμμο,

προσευχήθηκα (για σένα αστέρι μου)

Στα ξένα μη ριζώσεις

και στη δικιά μου τη φωλιά,

ανθοβολιά να δώσεις.

 

Σύννεφα, ήλιοι, θάλασσες,

ξυπνήστε την καλή μου.

Μάγισσες, κάβοι, ωκεανοί,

βάλσαμο στην ψυχή μου.

 

Στα βότσαλα κοιμήθηκα,

στ’ ονείρου τα σοκάκια,

παρασύρθηκα (για σένα αστέρι μου)

Στα ξένα σε μαγέψαν

και στης αγάπης τη φωλιά,

τη λησμονιά φυτέψαν.

 

Θάλασσες, ήλιοι, σύννεφα,

ήλθαν του άδη οι μέρες.

Μάγισσες, κάβοι, ωκεανοί,

σού βαλ’ ο χάρος βέρες.

Το χαμόγελό σου

Είναι ήλιος το χαμόγελό σου,

βαθύ σκοτάδι το παράπονό σου.

Είναι Άνοιξη η ευτυχία σου,

άβατος έρημος η δυστυχία σου.

 

 

Είναι όνειρο γλυκό τα μάτια σου,

στον Παράδεισο οδηγούν τα σκαλοπάτια σου.

Είναι βάλσαμο κι ελπίδα τα δυό χείλη σου,

την ομορφιά της γης κλείνει το παραθύρι σου.

 

 

Είναι Παράδεισος κάθε ματιά σου,

μια κόλαση το πρόβλημά σου.

Κάθε σου άγγιγμα, η Ανάσταση,

πύρινη μπόρα, το κάθε δάκρυ σου.

 

 

Είναι όνειρο γλυκό τα μάτια σου,

στον Παράδεισο οδηγούν τα σκαλοπάτια σου.

Είναι βάλσαμο κι ελπίδα τα δυό χείλη σου,

την ομορφιά της γης κλείνει το παραθύρι σου.

Ξύπναγες Όνειρα Πουλιά

Μαρμάρωσε το γέλιο σου,

θόλωσε η ματιά σου.

Σκοτάδι έχει ο Αυγερινός,

στα μαύρα η γειτονιά σου.

 

 

Ξύπναγες όνειρα, πουλιά,

μ’ έρωτες σεργιανούσες.

Στ’ αηδόνια έδινες λαλιά,

γι’ άλλους χαρές ποθούσες.

 

 

Μαρμάρωσαν οι σταυραετοί,

πενθούνε οι ανθώνες.

Η Άνοιξη σε λήθαργο

και στις καρδιές Χειμώνες.

 

 

Ξύπναγες όνειρα, πουλιά,

μ’ έρωτες σεργιανούσες.

Στ’ αηδόνια έδινες λαλιά,

γι’ άλλους χαρές ποθούσες.

Η αγαπημένη του ναύτη

Η θάλασσα με πλάνεψε,

τα γαλανά της μάτια.

Τ’ ονείρου μου παλάτια,

η σκέψη της, με μάγεψε.

 

Πελάγη,γλάροι,ναυτικοί,

Λιμάνια,βάρκες,ναυαγοί,

σ’ οθόνες του μυαλού μου.

Γοργόνες,ναύτες,προσευχές,

καράβια,κάβοι,Ανατολές,

εικόνες τ’ ουρανού μου.

 

Η αγάπη μου με πρόδωσε,

τα πονηρά της μάτια.

Τ’ ονείρου μου κομμάτια,

η σκέψη της με τέλειωσε.

 

Πελάγη,γλάροι,ναυτικοί,

Λιμάνια,βάρκες,ναυαγοί,

σ’ οθόνες του μυαλού μου.

Γοργόνες,ναύτες,προσευχές,

καράβια,κάβοι,Ανατολές,

εφιάλτες τ’ ουρανού μου.

Μεθώ στα ξεχασμένα

Αγναντεύω στον ορίζοντά της,

μελαγχολώ, προβληματίζομαι,

αδιαφορώ και εξαγνίζομαι.

 

 

Παίρνω τα μάτια της ψυχής,

θωρώ τα περασμένα.

Γέρνω στα βράδια της καρδιάς,

μεθώ στα ξεχασμένα.

 

 

Αγναντεύω στα ματόκλαδά της,

υπνοβατώ, παραμυθιάζομαι,

ασκαβλώ κι εκστασιάζομαι.

 

 

Παίρνω τα λόγια του βοριά,

μιλώ στις αναμνήσεις.

Γέρνω στα χάδια της νυχτιάς,

μ’ ακόμα να γυρίσεις.

Πότε θα βρω λιμάνι

Στα μάτια σου, ο ουρανός,

στα χείλη σου, ο κάμπος

και στο φιδίσιο σου κορμί,

του Ταίναρου ο κάβος.

 

 

Στο πανηγύρι του χωριού,

σε είδα φως τ’ Αυγερινού,

Ήλιε μου, μπήκες στο κορμί μου,

λάμπει ολόκληρ’ η ζωή μου.

 

 

Στο βλέμμα σου, χαρμόσυνα,

στο γέλιο σου, η Μάνη

και στη ζεστή σου αγκαλιά,

πότε θα βρώ λιμάνι;

 

 

Στο πανηγύρι του χωριού,

σε είδα φως τ’ Αυγερινού,

Ήλιε μου, μπήκες στο κορμί μου,

λάμπει ολόκληρ’ η ζωή μου.

Ο φάρος

Στέκει μονάχος έρημος, στ’ αγιάζι στο λιοπύρι,

γκρίζος, κεφάτος, γέρικος, στης Μάνης τ’ ακρωτήρι.

 

 

Έχει παρέα τα πουλιά, που τον περιγελούνε,

είναι και τρεις ρομαντικοί, να φωτογραφηθούνε.

 

 

Σχόλες, αργίες και γιορτές, ποτέ του δε γνωρίζει,

βάρκες, καράβια, ναυτικούς, πάντοτε θα φροντίζει.

 

 

Χαράματα, μεσάνυχτα, χιονιάδες, ξεροβόρια,

ξάγρυπνος, υπερήφανος, νταντεύει τα βαπόρια.

 

 

Δεν ερωτεύτηκε ποτέ, γλαρόνια ή την πούλια,

έχει για πάντα στην καρδιά, όμορφη ψαροπούλα.

 

 

Του Γκόγκου η πανέμορφη, γεμάτη σφουγκαράδες,

(Μπαγιαντέρα)

όταν περνάει από μπροστά, τον πιάνουν οι νταλκάδες.

Θα βρίσκεσαι μόνη

Μη σκαλίζεις στις λίμνες

για να βρείς γιατρικό,

δε χωρούν τόσες μνήμες

σ’ έναν τοίχο λευκό.

 

 

Κι αν ακόμα καλέσεις

τους καημούς της καρδιάς,

δεν μπορείς καν να δέσεις

τα φιλιά μιας βραδιάς.

 

 

Μη θυμώνεις γι’ αστέρια

που κοιμούνται μακριά,

δε θα ρθούν Καλοκαίρια

στης ψυχής τη νυχτιά.

 

 

Κι αν ακόμα χωρέσουν

στο κελί σου οι πληγές,

οι καημοί θα σε δέσουν

και θα γνέφεις μονάχη στο χθες.

Φωτιά ζωής που δεν ανάβει

Δε ρώτησες, αν ζω ή αν πεθαίνω,

αν κάτι έχασα ή άλλο περιμένω.

Δε νοιάστηκες, πού βρίσκομαι για πού τραβάω,

αν κάτι σώθηκε ή άλλη αγαπάω.

 

 

Είσαι πληγή που αφορμίζει,

τρένο νεκρό, που δε σφυρίζει.

Είσ’ ακυβέρνητο καράβι,

φωτιά ζωής, που δεν ανάβει.

 

 

Δε ρώτησες, τα χρόνια μας τι απογίναν,

αν όλα χάθηκαν, τα δάκρυα μείναν (;)

Δε νοιάστηκες, γι’ ανθρώπινα και για φιλίες,

αν λένε ψέματα οι ιστορίες.

 

 

Είσαι πληγή που αφορμίζει,

τρένο νεκρό, που δε σφυρίζει.

Είσ’ ακυβέρνητο καράβι,

φωτιά ζωής, που δεν ανάβει.

Λάθος διαδρομή

Πρόσμενες την κόπωση χελιδονιών,

πίστευες στην φίμωση των αηδονιών.

Κρύφτηκες στις λεύκες του μυαλού σου,

θάφτηκες στις νύχτες του κορμιού σου.

 

Τον Όλυμπο, δε γέρασαν τόσοι αιώνες,

την Αγάπη, δε μάραναν τόσοι Τυφώνες.

Χρυσάφια – Παλάτια

Εφιάλτες – Κομμάτια

της μοίρας τεφτέρια,

αλλάξανε χέρια.

 

Πρόσφερες εφήμερες απολαύσεις,

διάλεξες επώδυνες αποδράσεις.

Κρύφτηκες στο πούσι της ανομίας,

θάφτηκες στους λόγκους της αδικίας.

 

Τον Όλυμπο, δε γέρασαν τόσοι αιώνες,

την Αγάπη, δε μάραναν τόσοι Τυφώνες.

Χρυσάφια – Παλάτια

Εφιάλτες – Κομμάτια

της μοίρας τεφτέρια,

αλλάξανε χέρια.