Πηγή γλυκοκελαϊδούσα

Στις φτέρες γλυκοβράδιαζες

και στ’ άγρια πουρνάρια.

Αιθέρια ύπαρξη του νού,

ηχώ είσαι στα λαγκάδια.

 

 

 

Γλυκοκελαϊδούσα πηγή,

είσαι σα μάνα, σα γή.

Της αγάπης δροσοσταλίδα,

του χαροκαμένου ελπίδα.

 

 

 

Πηγή γλυκοκελαϊδούσα,

να σ’ ανταμώσω ποθούσα…

Τα νιάτα να ανθίσουν

Αρχάγγελε που φτερουγάς

πάνω απ’ τον Παρθενώνα,

ζωγράφισε τα μάτια της

σε μαρμαροκολώνα.

 

 

Να τα θωρούνε τα πουλιά,

να γλυκοκελαϊδάνε.

Να τα φιλούνε τα παιδιά,

να ερωτοφτερουγάνε.

 

 

Για να περάσει η Αθηνά

να ιδεί τα βλέφαρά της

και να χαρεί την ομορφιά,

Άνοιξη στην καρδιά της.

 

 

Σπόρος να γίνει η καρδιά,

τα νιάτα να ανθίσουν,

οι φυλλωσιές τους, τα κλαριά,

τη γη να κατακλύσουν.

Αρχή να γίνει απ’ τα παιδιά

Ένα παιδάκι ρώτησε ένα χελιδονάκι,

στα ξένα μέρη που γυρνά, εάν υπάρχει Αγάπη.

Μου είπε ένα βράδυ ο παππούς, φονιάδες κυβερνάνε,

ο Κάιν σκότωσε αδελφό, στο αίμα κολυμπάμε.

 

 

Όλα αυτά αγοράκι μου είναι παραμυθάκια,

γι’ αυτό μη βασανίζεστε, είστε μικρά παιδάκια.

Σ’ όλα τα μέρη υπάρχουνε, τίμιοι και αλήτες,

κάθε εποχή διαβαίνουνε, Άγιοι κι αγιογδύτες.

 

 

Χελιδονάκι μου καλό, δεν είναι παραμύθια,

παιδιά σκοτώνουν άδικα αυτή είναι η αλήθεια.

Σερβόπουλα, τις μάνες τους, νιάτα στ’ Αφγανιστάν,

στην Παλαιστίνη αιμορραγούν, φόνοι στο Κουρδιστάν.

 

 

Στην Κύπρο οι αγνοούμενοι δεν ήλθανε ακόμα,

και πόσα νιάτα δροσερά τα έφαγε το χώμα.

Γι’ αυτό χελιδονάκι μου, πρέπει ν’ αγωνιστούμε,

η αρχή να γίνει απ’ τα παιδιά Αγάπη για να ιδούμε.

Το αλητάκι

Σβησμένα τα φώτα, η νύχτα γιορτάζει,

αδιάφοροι τρέχουνε, η πλατεία αδειάζει.

Τ’ αλητάκι του δρόμου στο παγκάκι κρυώνει,

έχει για σκέπασμα, τ’ ουρανού το σεντόνι.

 

 

Έρχεται η μάνα του το νανουρίζει,

το κρεβατάκι του μ’ αγάπη φροντίζει.

Μέλι και γάλα, της καρδιάς της λουλούδια,

όνειρα το γεμίζει και χίλια τραγούδια.

 

 

Κουράστηκε η νύχτα, ξημέρωσε πάλι,

και τ’ αλητάκι έχει την ευτυχία για προσκεφάλι.

Ψάχνει τη μάνα του, ολόκληρη ημέρα,

πάλι πικράθηκε που ήταν οπτασία τ’ αέρα.

 

 

Στρώνει κοιμάται, κάτω απ’ τ’ αστέρια,

στο φεγγάρι ελπίζει να του χει χαμπέρια.

Η μάνα του όμως, απόψε δε φάνηκε,

πάγωσε τ’ όνειρο, η ψυχούλα του χάθηκε.

Φτερουγίσματα

Φτερουγάν τα όνειρά σου, στο καταχείμωνο,

αψηφούν μπόρες και χιόνια,

δεν τα λύγισαν τα χρόνια,

της ζωής κακοτοπιές,

αδικίες και φωτιές.

 

 

 

Φτερουγάν τα βάσανά σου, σε χαμόγελα,

προσπερνάς λύπες και φόβους,

μεταλλάσσεις και τους πόνους,

σε αγάπη, σε γιορτάσι,

κάθε ομορφιάς στην πλάση.

 

 

 

Φτερουγάν οι αναμνήσεις, στα κιτάπια σου,

αψηφούν μήνες και χρόνια

κι οι ιδέες σου αιώνια,

θα διδάσκουν γενεές,

θα στηρίζουν ομορφιές.

Πώς περάσαν τόσα χρόνια

Τραβάει ο γεροντάκος μοναχός,

από Χαυτεία Αιόλου.

Περίλυπος και σκεφτικός…

Για ομορφιές του Βόλου.

 

 

Πώς περάσαν τόσα χρόνια,

πότε έπαιζα αμάδες;

Στου χωριού μου τα αλώνια…

… Θάναι μερικές βδομάδες.

 

 

Προχώρησε στην αγορά,

ο κόσμος σα μυρμήγκια,

τα πρόσωπά τους σκυθρωπά,

τρέχουν, σαν νάναι αγρίμια.

 

 

Πώς περάσαν τόσα χρόνια

και ασπρίσαν τα μαλλιά μου;

Ας γυρνούσα στα αλώνια…

Για να ζήσω τα στερνά μου…

 

Προσευχή καλογριάς

Μια καλογριά εικοσάχρονη,

τη στόλιζαν οι μούσες.

Η ομορφιά, τα κάλλη της,

ήταν παραμυθένια.

Ποτέ, δε χτύπησε η καρδιά,

στου έρωτα τα βέλη.

Ποτέ, δε γνώρισ’ έφηβο,

δεν είχε αγγίξει άντρα.

 

Στον αργαλειό που ύφαινε,

την Άνοιξη σκεφτόταν

και στο σεντόνι το λευκό,

γλυκοκαθρεφτιζόταν.

Ύφαινε και ζωγράφιζε,

στου σεντονιού το υφάδι…

Ξάφνου, προβάλλει στο πανί,

όμορφος καβαλάρης.

 

Η καλογριά, λιγώθηκε,

τον παίρνει στο κελί της.

Μ’ αυτόν κοιμάται και ξυπνά,

μ’ αυτόνε ξενυχτάει,

προσεύχεται γονατιστή,

μη σβήσει απ’ το σεντόνι…

Ο καβαλάρης μη χαθεί

και σβήσει κι η ζωή της.

Ποτέ δεν θα το μάθεις

Πάντοτε θα σ’ αγαπώ,

ως τ’ ουρανού την άκρια.

Πάντοτε θα σε θρηνώ

και ας μην έχω δάκρυα.

 

 

Την Άνοιξη θα καρτερώ,

μην έλθεις σαν λουλούδι.

Τα κρύα βράδια θ’ αγρυπνώ,

μην έλθεις σαν τραγούδι.

 

 

Με σένα ονειρευόμουνα,

ως της ζωής τη δύση.

Ποτέ δε φανταζόμουνα,

τη φλόγα σου να σβήσει.

 

 

Πάντα θα σε καρτερώ

κι ας ξέρω πως δεν θάρθεις.

Πάντοτε σ’ έχω φυλαχτό…

Ποτέ δεν θα το μάθεις.

Αητόπουλο

Αητόπουλο τραγούδαγε

μέσα από τη φωλιά του,

τη χαραυγή, την Άνοιξη,

τη νιότη, τη χαρά του.

 

Τ’ άκουσε ο πετροκότσυφας

κι έχασε τη φωνή του.

Η γερακίνα πέρασε,

κλαίει για τη ζωή του.

 

Πώς να του πουν τα θλιβερά,

πώς να του πουν χαμπέρια;

Η μάνα του η πανέμορφη,

στου κυνηγού τα χέρια.

 

Τ’ αητόπουλο το ένοιωσε

και σβήνει τα τραγούδια.

Αρχίζει να μοιρολογεί,

δακρύζουν τα λουλούδια.

 

Νάχα φτερά μανούλα μου, να έλθω να σε πάρω.

Με το φονιά να μετρηθώ, απέναντι στο χάρο.

Να ιδείς γλυκιά μανούλα μου, το πόσο σ’ αγαπάω.

Με τις φτερούγες της ψυχής, πόσο ψηλά πετάω.

Εσένα να φυλάω… Το χάρο να νικάω…

Η χελιδόνα η κόρη μου

Πάνω στο σεντόνι τ’ ουρανού,

διαβάζω τα όνειρά σου,

μεσ’ στο σεντούκι του μυαλού,

φυλάω τα προικιά σου.

 

 

Αετοί μου, πέρδικες, θάλασσοπούλια μου,

τριαντάφυλλα, γιούλια, ζουμπούλια μου.

Κοιμάται η χελιδόνα μου να την ξυπνήστε,

την έχω μονάκριβη, μη λησμονήστε.

 

 

Τα μελισσάκια Πασχαλιάς,

σου στείλαν χίλια δώρα

κι ένας κακόκαρδος χιονιάς,

θα σε παγώνει τώρα.

 

 

Αετοί μου, πέρδικες, θάλασσοπούλια μου,

τριαντάφυλλα, γιούλια, ζουμπούλια μου.

Ξυπνήστε τη θυγατέρα μου την περιμένω,

ψωμάκι της ζύμωσα, το τζάκι αναμμένο.