Μικρός για έρωτες

Κορίτσι Καλοκαιρινό

πούχεις σπαθιά για μάτια,

μη μου ζητάς παλάτια,

είμαι μικρό και ορφανό.

Σου δίνω την καρδιά μου

και τη φτωχή ψαριά μου…

 

 

Κορίτσι Καλοκαιρινό

στα κάλλη τα γυμνά σου,

μέσα στην αγκαλιά σου,

κρύψε με ν’ αποκοιμηθώ.

Η νύχτα θαμε νοιώσει,

ποτέ μη ξημερώσει…

 

 

Κορίτσι Καλοκαιρινό,

άνοιξε τα φτερά μου,

Άγγελε κι έρωτά μου

σ’ έχω Θεό και Ουρανό.

Κοιμάσαι στην καρδιά μου,

παλάτι στα όνειρά μου…

Μη χαθούν τα σύμβολά μου

Πάνω στης ζωής μου το τεφτέρι,

«Άννα» μου γράφει ένα αστέρι.

Θέλω να ψιθυρίσω μάνα

κι η ψυχή, φωνάζει «Άννα».

Όταν ξυπνώ όταν πλαγιάζω,

που είσαι Άννα αναστενάζω.

 

 

 

Βαδίζω στην ακρογιαλιά,

τη φέρνουν γλάροι αγκαλιά.

Γράφει «Άννα», η γαλέρα κι η καρδιά,

«Άννα», ο γιαλός κι η αμμουδιά.

Ήλθε κύμα να τα σβήσει,

μα ο μπάτης, δεν θ’ αφήσει

να χαθούν τα σύμβολά μου,

χαραγμένα στην καρδιά μου…

Πάντα λουλουδιασμένη

Καρδιά μου άνοιξε πανιά

για της Μαριώς τη γειτονιά,

να τη γλυκοφιλήσω.

Γοργά, μην έλθει η νυχτιά

πριν κοιμηθούνε τα παιδιά

και πώς θα της μηνύσω;

 

 

 

Να της χαρίσω φυλαχτό,

να τη φυλάει απ’ το κακό,

νάναι ευτυχισμένη.

Άνοιξη, Γή και Ουρανό,

όπου βρεθώ να τη θωρώ,

πάντα λουλουδιασμένη.

Για την Άννα

Γράμματα «μαγικά» σαν μαθαίνω

και αρχή κάνω με τ’ άλφα.

Πρωτάκι στο σχολειό σαν πηγαίνω,

με τα όνειρά μου κρυμμένα στη σάκα.

 

 

Άννα, δυό «ΑΛΦΑ» γι’ αρχή και για τέλος…

Άννα, αγκαλιασμένα δυό «Νι»…

Απαρχή μου εσένα αγναντεύω,

όταν ανοίγω της καρδιάς το πανί.

 

 

Πέτρινα με χτυπούν κι υπομένω,

η ζωή μου στης Άννας τη σάκα.

Των Θεών τα σκαλιά ανεβαίνω,

αναζητώντας τη μορφή της στην Πλάκα.

 

 

Άνοιξη, Ακρόπολη, Αθήνα, Αγάπη.

Από «ΑΛΦΑ» Αρχίζεις Αυγούλα.

Απαρχή μου, Αφή μου, Αγνή μου,

Ανάσα μου, Ακριβή μου, Αννούλα…

Για την αγάπη μας

Έφευγε η μέρα κατάκοπη,

τη συνόδευε καταιγίδα αδιάκοπη.

Με λυγμούς και οι δυό μας αγκαλιασμένοι,

μας θωρούσε η ώρα, σαν να’ ταν χαμένη.

 

Φεύγεις μονάχη, μένω μονάχος…

Ρωτώ την καρδιά μου, μην κάνουμε λάθος (;)

Δίχως τα δικά σου τα χάδια,

να πλαγιάζω τα βράδια…

Να ξυπνώ μ’ εφιάλτες,

μη χαθείς σ’ άλλες στράτες.

 

Έρχετ’ η νύχτα τρεκλίζοντας,

τις μοναξιές μας ρωτάει σφυρίζοντας.

Γιατί πονάτε άδικα και οι δυό σας (;)

Αφού ο καιρός, θα είναι πάντα δικός σας.

 

Φεύγεις μονάχη, μένω μονάχος…

Ρωτάς την καρδιά σου, μην κάνουμε λάθος (;)

Δίχως τα δικά μου τα χάδια,

να πλαγιάζεις τα βράδια…

Να ξυπνάς μ’ εφιάλτες,

μη χαθώ σ’ άλλες στράτες.

Τα μάτια σου

Κοράλια ωκεανών,

διαμάντια και κολόνες ναών.

 

Πολύτιμοι λίθοι,

ανεκτίμητοι, σα γιαγιάς παραμύθι.

 

Οξυγόνο της φύσης,

μιλούν στην καρδιά μου, πριν ψιθυρίσεις.

 

Στις φλέβες μου αίμα,

μιλούν με αλήθειες, μισούνε το ψέμα.

 

Φτερούγες των αετών,

προσευχές και αγιάσματα μοναχών.

 

Κάμποι λουλουδιασμένοι,

πουλιά και ανθρώποι ευτυχισμένοι.

 

Δροσοπηγές και ποτάμια,

οάσεις ψυχών, αγάπης πλοκάμια.

 

Δύναμη και κουράγιο,

σε φουρτουνιασμένες καρδιές το μουράγιο.

Ανθοφορεθήκαν τα μπαλκόνια

Ήλθε το κύμα κι έκλεισε

τους χτύπους της καρδιάς μου,

της μόνης ζωγραφιάς μου

και τ’ όνειρό μου έσβησε.

 

 

 

Μαυροφορεθήκαν τα γλαρόνια,

λάθος προχωρήσαν τόσα χρόνια (;)

 

 

 

Ήλθε ο μπάτης κι άνοιξε

της μοίρας το τεφτέρι (μου),

ο λίβας και τ’ αστέρι (μου)

έσβησαν ό,τι εκείνη άγγιξε.

 

 

 

Ανθοφορεθήκαν τα μπαλκόνια…

Χρυσοστολιστήκανε τα χρόνια…

Χαμογελούν οι αστροφεγγιές

Χορεύοντας τα κύματα

και σιγοτραγουδώντας,

τη μοναξιά παρηγορούν,

σκορπάνε τη συμπόνια.

 

 

Σκαλίζοντας οι αετοί

τα σπλάχνα της κακίας,

στέλνουν στα νειάτα όνειρα,

στους άτυχους Ελπίδα.

 

 

Χαμογελούν οι αστροφεγγιές

στα ορφανά του δρόμου,

στους άρρωστους, στα γηρατειά,

στους αγαναχτησμένους.

 

 

Σκαλίζοντας οι αετοί

τα σπλάχνα της κακίας,

στέλνουν στα νειάτα όνειρα,

στους άτυχους Ελπίδα.

Όλους τους άντρες ήθελε

Μια καλλονή, μια μάγισσα,

ενός παπά η κόρη.

Λουζόταν χτενιζότανε,

στου καραβιού την πλώρη.

 

 

Την εποθούσαν ναυαγοί,

τη ζήλευαν γοργόνες.

Την αφορίζαν μοναχοί,

τη γιόρταζαν χειμώνες.

 

 

Μια Πατρινιά, μια γόησσα,

ενός αλήτη αγάπη.

Όλους τους άντρες ήθελε,

να γράφει στο κιτάπι.

 

 

Άνθη της στέλναν Αχαιοί,

τραγούδια οι Αρκάδες.

Στήναν χορό οι Κρητικοί,

κατάρες οι μανάδες.

Στις τσιμεντένιες γειτονιές

Ένα παιδί στη μοναξιά,

σε τσιμεντένια γειτονιά,

μετράει τους καημούς του,

ρωτάει τους λυγμούς του.

 

 

Γιατί πληγώνουν τα παιδιά

και μας σκοτώνουν τη χαρά (;)

Στις τσιμεντένιες γειτονιές,

πότε θα ξαναρθεί το χθές (;)

 

 

Ένα παιδί στη λησμονιά,

στου λάθους κόσμου τη γωνιά,

πού πήγαν οι ανθώνες,

ρωτάει τους χειμώνες.

 

 

Γιατί πληγώνουν τα παιδιά

και μας σκοτώνουν τη χαρά (;)

Στις τσιμεντένιες τις καρδιές,

θα ξαναρθούν ανθοβολιές (;)