(Ι)

Ήταν η Δημητρούλα, όμορφη κοπελιά,
της έβαλαν αγύρτες, του θάνατου θηλιά.
Την Άνοιξη σκορπάει απ’ όπου κι αν περνούσε,
για έρωτες κι αγάπες, πάντοτε τραγουδούσε…

Τα μίση και τα πάθη και ο εμφύλιος,
ο ουρανός ματώνει, παγώνει ο Ήλιος.
Ο αδελφός σκοτώνει, γεμίζουν μνήματα
δικέφαλα σκυλιά, θύτες και θύματα.

Πονάει η Δημητρούλα, κουρέλι γίνεται,
ζητάει να πεθάνει, στο χάρο αφήνεται.
Ούτε αυτός γρικά και δεν την συμπονάει,
είναι με τους αγύρτες κι αυτός την τυραννάει…

Την βίαζαν τα κτήνη, ’μέρες, ομαδικά,
σημαία και εικόνες κι ο δήμιος αλυχτά…
Κουράστηκαν τα κτήνη, οι σκέψεις τους ματώσαν,
χαριστική βολή, στη Δημητρούλα ’δώσαν…

(ΙΙ)

Δεν έκαναν κηδεία, λαμπάδες και λιβάνι…
Η Άνοιξη δεν ήλθε, μαυροφορέθ’ η Μάνη…
Ήταν η Δημητρούλα, όμορφη κοπελιά,
της έβαλαν αγύρτες, του θάνατου θηλιά…

Την Άνοιξη σκορπάει,
απ’ όπου κι αν περνούσε,
για έρωτες κι αγάπες,
πάντοτε τραγουδούσε…

Σημ.: Είναι πραγματική ιστορία (στον εμφύλιο).

Recommended Posts