ΣΤΟ ΛΙΑΚΩΤΟ ΤΟΥ ΝΟΥ

 

 

 

Πρόσωπα των επεισοδίων –

Ηθοποιοί – Άνθρωποι των γραμμάτων –

Δημιουργοί – Καλλιτέχνες – Απλοί άνθρωποι

(όλων των τάξεων κι επαγγελμάτων)

(Απ’ όλα τα διαμερίσματα της χώρας)

Τα βασικά πρόσωπά μας είναι:

1ο πρόσωπο) Η κυρά – Νεφέλη: Η ψυχή των ιστοριών μας.

2ο πρόσωπο) Ο Γιάγκος:Ο περιθωριακός του χωριού –

παλιός μουσικός.)

3ο πρόσωπο) Ο Θεόφιλος: Ο πρώτος και μοναδικός έρωτας της κυρά- Νεφέλης, ο ξενιτεμένος.

4ο πρόσωπο) Ο Μαθιός:Ο άντρας της κυρά-Νεφέλης,

ναυτικός μία ζωή.

Δεν τον υπολογίζει η κυρά του

ούτε για σκυλί.

5ο πρόσωπο)Η Πολύμνια:Η ερωτιάρα,

νόθο κορίτσι εξώγαμο

πολύ ωραία γυναίκα ,νυμφομανής.

6ο πρόσωπο) Η γιαγιά-Καλιώ:Γριά αλκοολική

που περιμάζεψε

την Πολύμνια

για παρεούλα.

7ο πρόσωπο) Ο Γάκης:Ψαράς, πανέμορφος

αλλά μισογύνης

επειδή τον είχε παρατήσει

μωρό η μάνα του.

8ο πρόσωπο) Η Λιλίκα:Είναι ο Λουκάς

ομοφυλόφιλος, ζευγάρι

με το Γάκη.

9ο πρόσωπο)Ο παπά – Σπήλιος: Ο παπάς της περιοχής,

απολαυστικότατος.

10ο πρόσωπο) Ο γέρο – Μαγκουράς:Μικροπωλητής,

ανίκανος σεξουαλικά

από 16 χρονών.

11ο πρόσωπο) Ο Χαΐρης:Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές –

πολυτεχνίτης.

12ο πρόσωπο) Ο Καριόκας: Ο αστυνόμος, γλύφτης

κερασφόρος, άδικος κ.ο.κ

13ο πρόσωπο) Η Αφρούλα:Η αστυνομικίνα,

άπιστη, φιγουρατζού,τρακαδόρισσα.

14ο πρόσωπο) Η Ουρανία:Θρησκόληπτη, νεωκόρισσα

καρφί, αντροχωρίστρα.

15ο πρόσωπο) Η Αγαθούλα: Ανύπαντρη,

μισεί τους άντρες,

μεγάλη λεσβία.

16ο πρόσωπο) Η Χαρίκλεια:Όμορφο κορίτσι

ερωτευμένη με το Νυχτάκο

17ο πρόσωπο) Ο Νυχτάκος:Υπηρετεί τη θητεία του

στο πεδίο βολής Κρήτης

18ο πρόσωπο) Ο Καράμπελας: Ένας πενηντάρης εργένης (εκ πεποιθήσεως) που γουστάρει τις πιτσιρίκες, εικοσιπεντάρες; Είναι γριές γι’ αυτόν.

Τα πρόσωπα αυτά ζουν στην ίδια περιοχή, συναναστρέφονται καθημερινά…

Πικάντικες ιστορίες, κωμικοτραγικές καταστάσεις, δράματα, προξενιά κ.ο.κ

Επίσης ζούμε και ιστορίες ( εκτός των σημερινών) παλαιότερες, από τις αφηγήσεις της κυρά – Νεφέλης. Το περιεχόμενο τους (κάθε ιστορία) κάτι διαφορετικό.

Καμιά ιστορία δε μοιάζει με την άλλη.

Υπάρχει πάρα πολύ γέλιο, τραγούδια, χοροί, απρόοπτα…

Παρεξηγήσεις, Έρωτες, Λύπες, Χαρές, Μυστήρια, Ήθη κι Έθιμα, Πανηγύρια, Γάμοι, Βαφτίσια, Κηδείες, Βεγγέρες, Ανέκδοτα, Γιορτές κ.ο.κ

Ονόματα που θα χρησιμοποιήσω…

ΘεόναΓιαννούριΜαρίνη –

Γάκαινα – Γριά Καυλέισα– Καλταμπάνενα –

Γαλιώτενα – Ποτάκι – Καραμανάκι – το παληκαράκι –

ο κουλός – η μουγκή

η Μουσουλίαη Μπαλαμπάνενα

Ευθυμία – Ελπίδα – ο Μαράκας

ο Γκριανέας – ο Χοντζέας – Κίρκη

το ταταράκι – ο σαμαρατζής – Λυδία

Ερατώ – Μελπομένη

1ο πρόσωπο

Η κυρά – Νεφέλη

Μια ωραία γυναίκα (μεσόκοπη), με χιούμορ, πανέξυπνη, χρυσοχέρα, (φαγητά, γλυκά, εργόχειρα κ.λ.π).

Γράφει καταπληκτικούς στίχους και μουσική (τραγουδοποιός). Λέει άριστα τον καφέ, στέλνει μηνύματα με τα κινητά της (έχει 7 κινητά) τα οποία κρέμονται από το λαιμό της. Δίνει συμβουλές, όποιος θέλει να στείλει μήνυμα (γενέθλια, ονομαστική εορτή, γάμο κ.ο.κ)

Η κυρά-Νεφέλη αναλαμβάνει τη σύνταξη του μηνύματος…

Έρχονται τακτικά γνωστοί και άγνωστοι τραγουδοποιοί και παίρνουν στίχους της ή τραγουδιστές τραγούδια της…

Έρχονται από διάφορα μέρη της Ελλάδος να την γνωρίσουν…

Φεύγοντας θα τους δώσει κι ένα τραγούδι που έγραψε εκείνη τη στιγμή για τον τόπο τους…

Η κυρά-Νεφέλη είναι φαινόμενο, η φήμη της κάθε ημέρα μεγαλώνει, θεριεύει. Αυτή όμως απλή, προσιτή, γλυκομιλούσα…

Δίπλα από το παλιό πιάνο της υπάρχει ένα κουτί σκαλιστό με τρύπα επάνω, όποιος έχει ευχαρίστηση ρίχνει τον οβολό του για να ευχαριστηθεί και η κυρά-Νεφέλη (να σημειωθεί ό,τι με τα έσοδα αυτά βοηθάει ανθρώπους με ανάγκες).

Η κυρά-Νεφέλη δεν συμπάθησε ποτέ τον άντρα της (Μαθιό) που παντρεύτηκε δια της βίας…

Ο έρωτας που την καίει ακόμα είναι του Θεόφιλου που της απαγόρευσε ο σκληρός πατέρας της να τον παντρευτεί.

Έτσι αναγκάστηκε ο ερωτευμένος νεαρός να την κάνει στο εξωτερικό, Αυστραλία; Καναδά; Αργεντινή; ή Βραζιλία, που κάπου εκεί είχε μακρινούς συγγενείς.

… Όταν πεθαίνει (πνίγεται) ο Μαθιός η κυρά – Νεφέλη στέλνει γράμμα στην εκπομπή της Χατζηβασιλείου για να βρει τον αγαπημένος της (μακριά της για σαράντα χρόνια περίπου).

Γίνονται πολλά απρόοπτα, ξεκαρδιστικά…

2ο πρόσωπο

Ο Γιάγκος

Είναι ο περιθωριακός του χωριού (του νησιού), ιδιόρρυθμος, με τη σκέψη να τρέχει πότε εδώ, πότε αλλού, σέβεται μόνο τα παιδιά και αντιπαθεί πολύ τους μεγάλους. Χλευάζει την εξουσία και τους σοβαροφανείς, δε μασάει από μεγάλα λόγια…

Παλιός μουσικός (παίζει ακορντεόν, πιάνο κ.λ.π)

Έχει παρατήσει τα νυχτερινά κέντρα (που έπαιζε σαν μουσικός) επειδή τον έφτυσε μια τραγουδίστρια – χορεύτρια, συζούσαν για 8 χρόνια, την ανέδειξε σε φίρμα κι αυτή τον πούλησε…

Ζει ολομόναχος παρέα με τα τραγούδια του.

Παίζει όργανο όποτε γουστάρει αυτός ή όταν του πει η κυρά-Νεφέλη, μόνο τότε…

Όπου βρεθεί λέει τον ίδιο σκοπό (Μικρό τριανταφυλλάκι της μοίρας μας δισάκι…

Μα το τραγούδι που τον εκφράζει απόλυτα είναι: “Και οι παλιές αγάπες;”

Τους στίχους και τη μουσική έχει γράψει ο ίδιος ο Γιάγκος. Είναι ένα πανέμορφο ζεϊμπέκικο, όταν έχει κέφια ο Γιάγκος και το λέει σε γλέντια, γίνεται οχ α μ ό ς…

3ο πρόσωπο

Ο Θεόφιλος

Ο ξενιτεμένος για 40 χρόνια αγαπημένος της κυρά-Νεφέλης…

Εμφανίζεται στην εκπομπή της “Χατζηβασιλείου” μετά από ενέργειες της καλής του…

Σπαρταριστές ιστορίες διαδραματίζονται.

… Ο Θεόφιλος είναι και σπουδαίος ζωγράφος, αυτοδίδακτος…

4ο πρόσωπο

Ο Μαθιός

Ο άντρας της κυρά-Νεφέλης, που τον είχε σαν σφουγγαρόπανο, δεν τον υπολόγιζε καθόλου, ιδίως τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια…

Άλλωστε δε ζούσαν και για πολύ χρόνο μαζί, επειδή αυτός ήταν ναυτικός κι έλειπε απ’ το νησί…

Σε έξη μήνες θα έπαιρνε τη σύνταξή του, αλλά σ’ ένα ναυάγιο πνίγηκε κι έτσι η κυρά-Νεφέλη έμεινε χήρα…

5ο πρόσωπο

Η ΠΟΛΥΜΝΙΑ

Πανέμορφη, ερωτιάρα, νυμφομανής, δεν αφήνει ούτε αρσενικό βάτραχο, όποιος άντρας της κάνει γλυκά μάτια την κατέκτησε και τον απολαμβάνει…

Η Πολύμνια δίνει μια μπουκάλα κρασί ή άλλο ποτό στη γιαγιά – Καλιά την μεθάει και οργιάζει στη σοφίτα ή στ’ άχυρα του στάβλου…

Πάντα παίρνει προφυλάξεις, φοβάται τις αρρώστιες και τις εγκυμοσύνες…

Σημ.Πολύμνια: (Πώς εξηγείται τ’ όνομά της χιουμοριστικά.

Στο Μεσολόγγι έλεγαν πολύ-μνιά (εξού το Πολύμνια))

6ο πρόσωπο

Η γιαγιά – Καλιώ

Γριά αλκοολική, βασανισμένη, έκανε βίζιτες στο λιμάνι, σα νέα…

Περιμάζεψε την Πολύμνια (εξώγαμο) για παρεούλα της…

Φυσικά η μια εκμεταλλεύεται την άλλη, με τον τρόπο της, θα εξαρτηθεί από τις ανάγκες κάθε μιάς…

7ο πρόσωπο

Ο Γάκης

Ομορφόπαιδο, ψαράς στο νησί, γεροδεμένος με πολύ ωραίο κορμί.

Δεν του αρέσουν καθόλου οι γυναίκες, που λιώνουν φυσικά γι’ αυτόν…

Συζεί με τη Λιλίκα (ομοφυλόφιλος – ο Λουκάς, που γνώρισε στον Πειραιά) και ζουν σαν κανονικό ζευγάρι…

Εκτυλίσσονται καταπληκτικές ιστορίες, κουτσομπολιά, απρόοπτα…

8ο πρόσωπο

Η Λιλίκα

Λουκάς (ομοφυλόφιλος), ζευγάρι αχώριστο με το Γάκη.

Τον Λουκά είχε παραπλανήσει σε ηλικία εννέα ετών, ένας θείος του (υποτίθεται έπρεπε να τον προσέχει).

Έκτοτε ο Λουκάς έπαιζε με κορίτσια, με κούκλες, μιλούσε με νάζι, ήθελε να εγχειριστεί…

Σ’ ένα ταξίδι του ο Γάκης στον Πειραιά τον συνάντησε σ’ ένα καφέ.

Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα κι έκτοτε έγιναν ζευγάρι αγαπημένο, χωρίς να αντιμιλά ο ένας στον άλλο…

Συζούν στο νησί…

9ο πρόσωπο

Ο παπά – Σπήλιος

Ο ιερέας της περιοχής με τρεις ενορίες (λόγω έλλειψης παπάδων).

Είναι χήρος, μέθυσος, ψεύτης μεγάλος (αλλά χωρίς δόλο), φαντασιόπληκτος, φιλότιμος, γυναικάς, χοραταντζής, απολαυστικότατος.

Όλες οι ιστορίες του είναι απίθανες, πρωτόγνωρες, ξεκαρδιστικές…

10ο πρόσωπο

Ο γέρο – Μαγκουράς

Μικροπωλητής, αλλά σου φέρνει και ό,τι ζητήσεις από τη Χώρα (πρωτεύουσα).

Είναι καλοκάγαθος, ευθύς, φιλαλήθης, είναι ανύπαντρος (λόγω ανικανότητας).

Σε ηλικία 15 ή 16 ετών κτηνοβατούσε και η σκύλα πάνω στη συνουσία του έκοψε το πέος.

Το μυστικό αυτό το γνωρίζει ο ίδιος, ο γιατρός του αγροτικού ιατρείου (δε ζει πια) και η κυρά – Νεφέλη που της το είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Μαγκουράς…

11ο πρόσωπο

Ο Χαΐρης

Ο άνθρωπος για κάθε δουλειά, πιάνουν τα χέρια του, καταπληκτικός.

Γεωργικές εργασίες, οικοδομικές, υδραυλικά, κτηνοτροφία κ.ο.κ

Είπε κάποτε μια γιαγιά:

«Αυτός μια μέρα θα κάνει χαΐρια (προκοπή)» κι έτσι του ’μεινε η ρετσινιά, χαΐρης…

12ο πρόσωπο

Ο Καριόκας

Ο αστυνόμος της περιοχής, αυστηρός (όπου τον παίρνει όμως), άδικος, γλείφτης, αργόστροφος (σχεδόν ηλίθιος).

Παίζει το ματάκι του με τις γυναίκες, μπανιστήρι στα βράχια των γυμνιστών (στη σπηλιά του έρωτα)…

Αλλά η γυναίκα του (η Αφρούλα) τον κερατώνει κανονικά και πολύ πιθανόν με τις ευλογίες του (φαναροκερατάς ο Καριόκας)

… Μια μέρα του ’κλεψαν τα ρούχα (στους γυμνιστές) και τρόμαξε να γυρίσει σπίτι του…

Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν, είναι όλα τα λεφτά…

13ο πρόσωπο

Η Αφρούλα

Είναι η γυναίκα του αστυνόμου, έκφυλη, ναζιάρα, φιγουρατζού, τρακαδόρισσα, ψωνίζει βερεσέ χωρίς ποτέ να εξοφλεί τους λογαριασμούς.

Φοράει κέρατα του «μαλάκα» όπως ακριβώς τον αποκαλεί…

Χρησιμοποιεί την όποια εξουσία του άντρα της για ιδιοτελείς σκοπούς της.

14ο πρόσωπο

Η Ουρανία

Γυναίκα θρησκόληπτη, χαμηλοβλεπούσα, αντροχωρίστρα, ρουφιάνα, νεωκόρισσα στις εκκλησίες και δεξί χέρι του παπά – Σπήλιου και γκόμενά του πότε – πότε, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν…

15ο πρόσωπο

Η Αγαθούλα

Γεροντοκόρη, στρυφνή, μισεί όλους τους άντρες. Γλυκοκοιτάζει κοριτσάκια, συνευρίσκεται ερωτικά με την Αφρούλα, την Πολύμνια κ.α

Είναι ντυμένη σαν άντρας (το μουστάκι μόνο της λείπει)…

Χορεύει καταπληκτικά ζεϊμπέκικο, τσάμικο, πάντοτε οπλοφορεί (πιστόλι, μαχαίρι).

16ο πρόσωπο

Η Χαρίκλεια

Πανέμορφο κορίτσι, ντυμένη προκλητικά, ερωτευμένη τρελά με το Νυχτάκο, που υπηρετεί στα Χανιά (πεδίο βολής)

… Κάθε τόσο πηγαίνει στην κυρά – Νεφέλη και της υπαγορεύει μηνύματα στο κινητό, για να τα στείλει στον έρωτά της, που είναι μακριά στην Κρήτη…

… Η Χαρίκλεια διατηρεί καφετέρια στο νησί και ουζομεζέδες, τσίπουρο κ.λ.π.

Πολλά βράδια γίνονται ανεπανάληπτα γλέντια, μέσα στην ομορφιά, στο κέφι, στο τραγούδι, στον έρωτα…

17ο πρόσωπο

Ο Νυχτάκος

Χοντρούλης (αρκετά), ο έρωτας της Χαρίκλειας, υπηρετεί στο πεδίο βολής Κρήτης (Ακρωτήρι Χανίων).

Παίρνει τα μηνύματα της αγαπημένης του, τα αντιγράφει σ’ ένα τετράδιο και δε χορταίνει να τα διαβάζει (ξέρει πως είναι δημιουργίες της κυρά – Νεφέλης).

Άλλωστε κι αυτός από την ίδια πηγή «εμπνέεται» στα μηνύματά του…

18ο πρόσωπο

Ο Καράμπελας

Πενηντάρης εργένης, του αρέσουν τα μεγάλα ταξίδια και οι μικρές γυναίκες. Εικοσιπεντάρες είναι γι’ αυτόν μεσόκοπες, προτιμάει από 16 έως 22 ετών. Γουστάρει ερημικές ακρογιαλιές, κάνει γυμνισμό και διαβάζει ακούραστα.

… Μια πιτσιρίκα τρελά ερωτευμένη μαζί του, δεν ακολουθούσε τους δικούς της στα κτήματα. Καθημερινά διαπληκτιζόταν με τη μητέρα της…

Ο Γιάγκος τα γνώριζε όλ’ αυτά και μια νύχτα που τάχε πιει, του σκάρωσε ένα τραγουδάκι.

«Μάνα δε θέλω στις δουλειές, στους κάμπους στα παλιάμπελα. Γουστάρω στις ακρογιαλιές στ’ αρχίδια του Καράμπελα»…

ΣΤΟ ΛΙΑΚΩΤΟ ΤΟΥ ΝΟΥ

… Η κυρά Νεφέλη ζει σ’ ένα όμορφο νησί, απολαμβάνοντας την αρμύρα της θάλασσας, τις μυρωδιές καθ’ εποχής του χρόνου, δίχως άγχος.

Παρέα με τις αναμνήσεις μιάς πολυτάραχης ζωής και τους γειτόνους της που τη λατρεύουν…

Τα χαρακτηριστικά της αποδεικνύουν μια πανέμορφη γυναίκα (στην δεκαετία του 1950).

Καλλίγραμμη, δίχως περιττά κιλά, σαρκώδη χείλη, μάτια φεγγάρια, καμαρωτή περπατησιά.

Κρατάει πάντα στα όμορφα δάχτυλά της ένα κομπολόι μεγάλο, πρωτοφανές για γυναίκα, παίζοντας ακούραστα τις βαριές του χάντρες.

Στο στήθος της κρέμονται εφτά κινητά τηλέφωνα(όπως ακριβώς στους δεσποτάδες τα εγκόλπια).

Δε γνωρίζει πολλά γράμματα, αλλά έχει διαβάσει όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου.

Διαβάζει κάθε βράδυ όταν έχει πια ησυχάσει από τις επισκέψεις έως τις πρώτες πρωινές ώρες.

Κοιμάται δύο με τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο.

«Θα χορτάσω ύπνο όταν με συνοδεύσει στους αιωνίους μονάς ο μπάρμπα Μιχάλης» Λέει τακτικά, σε όσους τον ρωτούν, πως τα βγάζει εις πέρας…

… γράφει καταπληκτικούς στίχους και ποιήματα, γράφει μελωδίες, χωρίς να παίζει κάποιο μουσικό όργανο (εδώ την συμπληρώνει ο Γιάγκος, στο πεντάγραμμο)

… έρχονται πάρα πολλοί τραγουδοποιοί για να την γνωρίσουν, να φάνε απίθανα γλυκά κουταλιού, από τα χέρια της φτιαγμένα, μεζεδάκια νοστιμότατα και φυσικά στίχους ή μελωδίες…

Επίσης οι επισκέπτες της κυρά – νεφέλης απολαμβάνουν τις πανέμορφες ιστορίες της.

Είναι η αφήγηση της τόσο καταπληκτική, νομίζεις πως ζεις στα τεκταινόμενα της ιστορίας της.

Αφηγείται τόσες ιστορίες η κυρά – Νεφέλη που αν καταγράφονταν στο χαρτί, θα γέμιζαν πολλούς τόμους…

Εξιστορεί με καθαρή, αισθησιακή φωνή, μοναδική χροιά, σε καθηλώνει…

Μιλάει ατέλειωτες ώρες δίχως να κουράζεται ή να χάνει τον ειρμό της, φυσικά διεκπεραιώνει και τις δουλειές της ημέρας (μαγείρεμα, πλύσιμο, να φορτίσει τόσα κινητά (πάντα μπερδεύεται με τόσους φορτιστές), ξεσκόνισμα, τάισμα των οικόσιτων, ποτίζοντας τον κήπο και τ’ άνθη της…

…Λουλούδι, Νυχτολούλουδο την ευωδιά σου

δώς μου, ερωτευμένος να μεθώ

στις γειτονιές του κόσμου…

Η Χαρίκλεια της φιλάει τα χέρια, με δακρυσμένα μάτια, για το μήνυμα που της υπαγόρευσε σήμερα, ημέρα γενεθλίων του Νυχτάκου της. Είναι μακριά της σήμερα(δεν του έδωσαν άδεια) από την Κρήτη, πεδίο βολής στο Ακρωτήρι Χανίων.

Κυρά Νεφέλη, μου έκανες το ωραιότερο δώρο σήμερα, πώς θα στο ξεπληρώσω;

Η κυρά – Νεφέλη χαμογέλασε με ικανοποίηση, χτυπώντας τις χάντρες του κομπολογιού πιο έντονα.

Χαρίκλεια μου η χαρά είναι δική μου, γιατί θυμάμαι τα νιάτα μου που ήταν όλα τόσο μα τόσο διαφορετικά…

Δεν τολμούσαμε να σηκώσουμε μάτια στ’ αγόρια, ήταν μεγάλη αμαρτία και ατίμωση για την οικογένειά μας.

Είχαμε και την κατακραυγή του κόσμου, δεν τολμούσαμε ν’ αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε…

Παντρευόμαστε αυτόν που κανόνιζε ο κύρης μας ή ο μεγάλος αδελφός μας…

Άστα να πάνε, ζωή μαρτύριο, φτού – φτού – φτού(φτύνει τον κόρφο της).

Έχεις μερικούς φαρισαίους υποκριτές, ηθικολόγους στα λόγια μόνο:

« Τι εποχές τότε, με ήθος, ευγένεια, Χριστιανικά σπίτια, παρθένες κοπελιές» κι ένα σωρό σαπουνόφουσκες Χαρίκλειά μου, πονηριά, ρουφιανιά, κακός κόσμος, ο αδελφός σκότωνε τον αδελφό. Απόρροια της ανέχειας, της αμορφωσιάς, των κλειστών κοινωνιών, όλοι έπαιζαν κρυφτούλι…

Γινόντουσαν χειρότερα αίσχη, αιμομιξίες, βιασμοί, κτηνοβασίες, αλλά τα κουκουλώνανε.

Δεν υπήρχαν οι τηλεοράσεις, τόσες εφημερίδες, περιοδικά, διαδίχτυα, κινητά. Ούτε τηλέφωνο δεν είχαμε, ένα καβουρδιστήρι είχε στο καφενείο ο παππούς σου ο συγχωρεμένος, με μανιβέλα. Έβαζες τόση δύναμη στη φωνή σου που ακουγόσουν και χωρίς αυτό…

Πώς να ξυπνήσει ο κοσμάκης;

Πόλεμοι, εμφύλιοι, πλιάτσικο, φόβος και τρόμος, εξορίες και δε συμμαζεύεται. Άρα όλα μέλι – γάλα, ηθικά και χριστιανικά, πήγαινε η κτηνοβασία και η μαλακία καπνός.

Κοριτσάκι μου ζήσε το Νυχτάκο σου κι αν δε σου κάνει αυτός, άλλον κι άλλον. Να γνωριστείτε καλά, στις χαρές, στις λύπες, στον έρωτα – μόνο να τον βάζεις από κάτω μη σε σκάσει χά – χά, γελούν κι οι δυό τους.

… Αν ταιριάξουν τα χνώτα σας κάνετε το μεγάλο βήμα, γάμο, οικογένεια. Όταν ο ένας λέει βουνό κι ο άλλος γιαλό, πάμε γι’ άλλα Χαρικλάκίιιι…

όχι θα ζήσεις με κάποιον ολόκληρη ζωή, επειδή κάνει στον πατέρα σου, ας τον παντρευτεί εκείνος…

τους χάλασε την όμορφη συζήτηση ο Γιάγκος χτυπώντας τα παραθυρόφυλλα και τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι του «Μικρό τριανταφυλλάκι της μοίρας μας δισάκι…»

Ο Γιάγκος είναι περίπου στα εξήντα, μέτριο ανάστημα, γένια και μαλλιά λευκά, σκουφί ή τραγιάσκα πάντοτε. Τα πουκάμισα του και γενικώς τα ρούχα του λουλουδιαστά σαν ανθόκηπος, ιδίως η γραβάτα, μεγάλη με λουλούδια ή μ’ έντονους χρωματισμούς.

Χειμώνα – Καλοκαίρι, μονίμως ξυπόλητος…

Τα λόγια του δεν έχουν ποτέ συνοχή, ξεφουρνίζει ό,τι του καπνίσει, από το ένα θέμα στο άλλο, δεν μπορείς να τον παρακολουθήσεις. Δεν πιστεύει τους σεβάσμιους(ηλικιωμένους) ή τους παπάδες ή τους δημάρχους ή τους αστυνομικούς ή τους πολιτικούς. Ακούει με θρησκευτική ευλάβεια τα παιδιά και τους εφήβους(κορίτσια και αγόρια) συζητάει μαζί τους για ολόκληρες ώρες, σοβαρά – σοβαρά. Τους μαθαίνει μουσική, τραγούδια κι ανέκδοτα, τα παιδιά τον υπεραγαπούν κι αν κάποιος τον ειρωνευτεί ή τον χλευάσει έχει να κάνει μαζί τους…

Για του λόγου το αληθές, πήραν τα ρούχα του Καριόκα(αστυνόμου) όταν έκανε μπανιστήρι στη σπηλιά του έρωτα… (Ο Καριόκας είχε κλείσει στο κρατητήριο το Γιάγκο επειδή δε φορούσε παπούτσια και δυσφημούσε το νησί στους επισκέπτες) (άκουσον – άκουσον)

… Ο έρωτας του Γιάγκου (πλατωνικός) είναι η κυρά – Νεφέλη. Δεν υπάρχει ημέρα να μην περάσει από την αυλή της με κάποιο δωράκι, λουλούδι ή ψάρι ή όστρακο…

Θα του ετοιμάσει η κυρά – Νεφέλη καφέ ή υποβρύχιο(βανίλια). Θα του υπαγορεύσει κάποια μελωδία της κι ο Γιάγκος θα την γράψει στο πεντάγραμμο (μεγάλη βοήθεια για την κυρά – Νεφέλη). Θα της ψωνίσει, θα της κάνει διάφορες εξυπηρετήσεις και πολλές φορές θα φάνε παρέα…

Ευχάριστος πολύ ο Γιάγκος, δεν έχει δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα στο νησί…

Μικρό τριανταφυλλάκι της μοίρας μας δισάκι,

Τις ρούγες ομορφαίνεις, τους νέους ξαποσταίνεις,

Γλυκομοσχοβολάς – γλυκομοσχοβολάς

Σε πήρε κάποιο χέρι, εν’ άσπρο περιστέρι,

Σε γλυκοφίλησε, σε κάνει φυλαχτό του

Στον κόσμο το δικό του, σε γλυκοκοίμησε.

Μικρό τριανταφυλλάκι ελπίδα κι αεράκι

Αγρίεψαν οι χρόνοι κράτησε το τιμόνι

Ως το ημέρωμα – ως το ημέρωμα.

Σε πήρε κάποιο χέρι, εν’ άσπρο περιστέρι,

Σε γλυκοφίλησε, σε κάνει φυλαχτό του

Στον κόσμο το δικό του, σε γλυκοκοίμησε.

Συνεχίζει στο παλιό πιάνο της κυρά Νεφέλης παίζοντας και τραγουδώντας ο Γιάγκος

Μικρό τριανταφυλλάκι, κάθε μικρό παιδάκι

Σε θέλει στα όνειρά του, ναρθείς στη γειτονιά του

Ως το ξημέρωμα – ως το ξημέρωμα.

Σε πήρε κάποιο χέρι, εν’ άσπρο περιστέρι,

Σε γλυκοφίλησε, σε κάνει φυλαχτό του

Στον κόσμο το δικό του, σε γλυκοκοίμησε.

Μπράβο Γιάγκο είσ’ αηδόνι, του λέει με αγάπη η κυρά – Νεφέλη και ο Γιάγκος κρυφολιώνει καμαρώνοντας, αλλά μούγκα (ούτε μιλιά).

Τον τρώνε το δύστυχο δυό καημοί, της τραγουδίστριας – χορεύτριας που τον κορόιδεψε (αφού την έκανε πρώτα φίρμα) και της κυρά – Νεφέλης, που αν τούλεγε να πέσει να πνιγεί, θα το έκανε ευχαρίστως χωρίς δεύτερη λέξη…

… Χτυπάει το ένα κινητό της κυρά – Νεφέλης, είναι από τα Χανιά ο αγαπημένος της Χαρίκλειας.

Κυρά Νεφέλη μου, τι βάλσαμο ήταν το μηνυματάκι που μου ’στειλε το Χαρικλάκι, σ’ ευχαριστώ εκ μέρους της ερωτευμένης μου καρδιάς. Σε λίγο έχω έξοδο και θα πιώ στο παλιό λιμάνι δυό τσικουδιές στην υγειά σας.

Νάσαι καλά Νυχτάκο μου, πολύχρονος, καλός πολίτης. Πρίν λίγο έφυγε η Χαρίκλεια γιατ’ ήταν ώρα ν’ ανοίξει την καφετέρια. Όσον αφορά τις ευχαριστίες σου, είναι χαρά μου Νυχτάκο να επικοινωνώ με τους νέους, βγάζω και τ’ απωθημένα μου χά – χά – χά (γελάει)

Σε παρακαλώ κυρά – Νεφέλη μου, ένα σπέσιαλ μηνυματάκι να στείλω στο μωράκι μου.

Ένα λεπτό να συμβουλευτώ τα ερωτικά μου τεφτέρια ( με νάζι).

Άκου Νυχτάκο, γράφεις;

Είμαι σε θέση μάχης κυρά – Νεφέλη, όλος αυτιά.

Νάμουν αετός να πέταγα,

να ρχόμουν στη φωλιά σου,

να πάρω απ’ τα χειλάκια σου

τη γλύκα, τ’ άρωμά σου…

Νυχτάκο γράφε άλλο ένα:

… Και στα σκαλιά της σκέψης μου

μερόνυχτ’ ανεβαίνω, βρίσκω παντού

τα χνάρια σου,

σεργιάνι τα πηγαίνω…

Ένα – ένα Νυχτάκο να της στέλνεις με ρέγουλα, μη σου πάρει τον αέρα χά – χά – χά

Κυρά – Νεφέλη μου είσαι ο θηλυκός Γκάτσος, σ’ ευχαριστώ πολύ – πολύ – πολύ – φιλιά πολλάαα…

Παρακαλώ αγόρι μου, πάντα υγεία…

… Ο Γιάγκος παρακολουθεί όλη τη συνομιλία ελαφρώς προβληματισμένος (λόγω ζήλειας).

Θέλει ο καημένος την κυρά – Νεφέλη κατ’ αποκλειστικότητα, να μην μιλάει σ’ άλλον άντρα…

… Ξαφνικά, οι καμπάνες της εκκλησίας ηχούν πένθιμα…

η κυρά – Νεφέλη κάνει το σταυρό της και λέει στο Γιάγκο τρυφερά:

– Δεν πάς να μάθεις τι συμβαίνει Γιάγκο μου, θα με φάει η αγωνία…

Ο Γιάγκος δίχως άλλη λέξη, έχει βγεί στο δρόμο, πρίν την πλατεία συναντάει τον παπά – Σπήλιο.

Τι έγινε παπά – Σπηλιά (τον αποκαλεί έτσι, επειδή ο παπάς πότε – πότε πηγαίνει κρυφά στη σπηλιά του έρωτα για μπανιστήρι. Παπά – Σπήλιος, παπά – Σπηλιάς κατά Γιάγκο)

Κρεμάστηκε στο πάνω χωριό ο μπάρμπα Γιώργης ο Σπέντζουρας. Είχε προβλήματα και αυτοκτόνησε, νόμισε έτσι θα τα λύσει…

Πάμε Γιάγκο να κόψουμε κίνηση; Θα περάσουμε καλά…

Βρε παπά – Σπηλιά, σε φουρκισμένο άνθρωπο, τι καλά να περάσουμε. Να πάρω και τ’ ακορντεόν, μήπως έχουν και μεζεδάκι;

Καλά εσύ ζείς στον κόσμο σου βρε Γιάγκο, δε σε παρεξηγώ…

Παπά – Σπηλιά (ειρωνικά) αν θέλεις μάτι καλό και να περάσεις καλά, στη σπηλιά του έρωτα, ξέρεις εσύ το δρόμο. Άσε τους κρεμασμένους με τη φούρκα τους, άλλωστε στην κρεμάλα θα σ’ έχει ο Άγιος Πέτρος και θα την χορτάσεις…

Πά – Πά – Πά – Πά, μην ξεχάσεις να ποτίσεις τον ανθόκηπο και μαραθούν τα λέλουδα, Μπετόβεν.

Αν δεν ήσουν τεμπέλης κι άχρηστος δε θα γινόσουν παπάς.

Πάντοτε οι δυό τους είναι σαν το σκύλο με τη γάτα. Κατά βάθος ο παπά – Σπήλιος φροντίζει κι αγαπάει το Γιάγκο…

… Εν τω μεταξύ μαζεύτηκε κόσμος στην πλατεία. Ο ένας έλεγε το κοντό του ο άλλος το μακρύ του.

Τι καλός άνθρωπος ήταν ο συγχωρεμένος…

Αμαρτίες πλήρωσε ο δύστυχος…

Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι πήγε…

Μα καλά βρε αδερφέ, με φούρκα…

Ταξίδι για την κόλαση πάνε οι αυτόχειρες…

Τα παιδιά του πώς θα βγούνε στην κοινωνία…

Να πόνεσε άραγε…

Με το δίκαννο, θα ήταν καλλίτερα;

Όχι με λουκουμόσκονη, θάταν πιο γλυκός ο θάνατος…

Παπά μου, δουλεύει το χρηματιστήριο, από παντού ’κονομάει το ράσο…

Για σένα θα εισηγηθώ να πας στο πυρ το εξώτερον. (Λέει γελώντας ο Παπά- Σπήλιος)

Τα πηγαδάκια μεγαλώνουν, οι συζητήσεις φουντώνουν, φυσικό επακόλουθο μετά από ένα τέτοιο γεγονός…

… Ο Γιάγκος μάζεψε τις πληροφορίες που χρειαζόταν και τρέχοντας στην κυρά – Νεφέλη (για να μεταφέρει τα νέα) αρχίζει να της εξηγεί με το νι και το σίγμα, τα διαδραματισθέντα…

Γιάγκο μου, εμείς για την ψυχούλα του θα πούμε ένα τραγουδάκι.

… Ήταν ο καημένος ο Γιωργής καλός φίλος, ευαίσθητος, αγαπούσε τα πουλιά, τα λουλούδια, αγαπούσε όλο τον κόσμο.

Κυρά – Νεφέλη μου όλα καλά που μας λες, το κυριότερο όλων δεν το είχε, αφού μισούσε τη ζωή του, να το αποτέλεσμα…

και συνεχίζει ο Γιάγκος: (Έχοντας χάσει τελείως τη λογική των όσων λέει).

Η γιαγιά μου τραγουδούσε πολύ όμορφα, η γάτα σου γέννησε;

Απόψε θα κάνει κρύο ή ζέστη;

Μετά από μερικά «αλαλούμ» μπαίνει στην κανονική συζήτηση (άλλωστεαυτό είναι και το κυρίως γνώρισμα του Γιάγκου. Μιλάει για ένα θέμα, πολύ λογικά με άποψη καταπληκτική και γνώσεις. Στη διάρκεια της συζήτησης εκτροχιάζεται για λίγο και ξαναμπαίνει στην ευθεία…)

Πηγαίνει στο πιάνο, χτυπάει μια συγχορδία, κυρά – Νεφέλη καλά είναι από Μι μινόρε; Στο ρεφρέν έχουμε οξείς φθόγγους, πάμε και σου κάνωTRASPORTO εάν δε βγαίνεις…

«Μάνα τραγουδά το γυιό της»

Τον κανακάρη μου, τον πήρε η βροχούλα,

που γύρευε λεβέντες παραγυιούς.

Το παλικάρι μου, κοιμάται σ’ άλλους τόπους,

μου γνέφει και μου ζωγραφίζει ουρανούς.

Σύννεφα, καημοί μου, χελιδόνια,

ο γυιός μου τα λουλούδια αγαπά,

στρώστε με ροδοπέταλα παλάτι,

σαν της μανούλας νάν’ η αγκαλιά.

Το φυλλοκάρδι μου, το πήρε η αυγούλα,

που γύρευε αγάπες με αητούς.

Το παλικάρι μου, μην το ξυπνάτε ήλιοι,

μην κλάψει και μου πάρει όλους τους λυγμούς.

Σύννεφα, καημοί μου, χελιδόνια,

ο γυιόκας μ’ αγαπούσε τα πουλιά,

στρώστε με πούπουλα παλάτι,

σαν της μανούλας νάναι η φωλιά.

… Η κυρά – Νεφέλη και ο Γιάγκος κάνουν το σταυρό τους (δακρυσμένοι) και λένε με μια φωνή:

«Μελωδικό κι αρμονικό ταξίδι νάχεις φίλε μας κι αδελφέ μας, καλή ψυχή…»

(Συνήθως αυτά τα λόγια έλεγαν όταν αποχαιρετούσαν κάποιον γνωστό ή φίλο, για το αιώνιο ταξίδι του.)